κοκάρδα
Смотреть что такое "κοκάρδα" в других словарях:
κοκάρδα — η βλ. κονκάρδα … Dictionary of Greek
κονκάρδα — και κογκάρδα και κοκάρδα, η 1. μικρό διακριτικό σήμα σε καπέλο, σε ένδυμα ή σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα 2. το εθνόσημο που τοποθετείται πάνω στο πηλήκιο τών στρατιωτικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocarde, θηλ. τού cocard < coq «πετεινός»] … Dictionary of Greek
κονκάρδα — κονκάρδα, η και κογκάρδα, η και κοκάρδα, η (λ. ιταλ. ή γαλλ.) 1. μικρός ρόδακας στο καπέλο ή στην κουμπότρυπα που φέρεται ως σήμα. 2. το εθνόσημο στα στρατιωτικά πηλήκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)